θρεφτός

θρεφτός
-ή, -ό
1. θρεμμένος.
2. το ουδ. ως ουσ., θρεφτό θρεφτάρι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μαμμόθρεφτος — η, ο (Α μαμμόθρεπτος, ον) αυτός που ανατράφηκε από τη μάμμη, από τη γιαγιά νεοελλ. 1. αυτός που μεγάλωσε με πολλές περιποιήσεις, καλομαθημένος 2. μαλθακός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάμμη + θρεφτος (< τρέφω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”